χεροκάμωτος
Смотреть что такое "χεροκάμωτος" в других словарях:
χεροκάμωτος — η, ο, Ν χειροποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο] ) + καμωτός (< καμώνω / κάνω), πρβλ. ζαχαρο κάμωτος] … Dictionary of Greek
χεροκάμωτος, -η — ο ο κατασκευασμένος με τα χέρια, χειροποίητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)